- διαγελώ
- (α) αμετ. смеяться; улыбаться;
§ διαγελά η ημέρα — светает, рассветает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ διαγελά η ημέρα — светает, рассветает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγελώ — (AM διαγελῶ, άω) 1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω 2. υπομειδιώ, χαμογελώ (αρχ. μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει αρχ. 1. (για καιρό) είμαι αίθριος 2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος … Dictionary of Greek
διαγελῶ — διαγελάω laugh at pres imperat mp 2nd sg διαγελάω laugh at pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαγελάω laugh at pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαγελάω laugh at pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαγελάω laugh at pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek